- ρέζιγος
- -η, -ο, Ναυτός που δεν εμπνέει ασφάλεια, ανασφαλής, επισφαλής.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < γενουατ. rezegu < γενουατ. risico < ριζικόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρέζικο — το, Ν έλλειψη ασφάλειας, ανασφάλεια, κίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρέζιγος*] … Dictionary of Greek